-
1 кружок
-
2 объединение
объединение с 1) (действие) η ενοποίηση, η ένωση, η συνένωση 2) (союз, организация) ο σύνδεσμος, η ένωση· ο όμιλος (группа)* * *с1) ( действие) η ενοποίηση, η ένωση, η συνένωση2) (союз, организация) ο σύνδεσμος, η ένωση ο όμιλος ( группа) -
3 хоровой
-
4 яхт-клуб
-
5 объединение
объединениес1. (действие) ἡ ἕνωση [-ις]. ἡ συνένωση [-ις], ἡ ἐνοποίηση [-ις]·2. (организация, союз) ἡ ἕνωση [-ις], ὁ σύλλογος, ὁ ὀμιλος:\объединение юристов ὁ σύλλογος δικηγόρων· литературное \объединение ὁ φιλολογικός ὀμιλος. -
6 кружок
-жка α.1. μικρός κύκλος, γύρος.2. όμιλος• κύκλος•дружеский кружок φιλικός κύκλος•
драматический кружок δραματικός όμιλος.
εκφρ.в кружок стричь(ся) – κουρεύω, -ομαι σύρριζα. -
7 консорциум
эк. о όμιλος (τραπεζών ή βιομηχανιών)το κονσόρτσιουμ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консорциум
-
8 кружок
1. (маленький круг) о (μικρός) κύκλος, ο γύρος 2. (для совместной деятельности, занятий) о όμιλοςлитературный - λογοτεχνικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кружок
-
9 объединение
1. тех. το συγκρότημα 2. (действие) η ένωση, η συνένωση ^(организация) η ένωση, ο σύλλογος, ο όμιλος, η κοινοπραξία 4. мат. η ένωση - множеств - των συνόλων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объединение
-
10 самодеятельность
самодеятельность ж η ερασιτεχνική ασχολία* кружок художественной \самодеятельностьи о ερασιτεχνικός καλλιτεχνικός όμι самокритика ж η αυτοκριτική* * *жη ερασιτεχνική ασχολίαкружо́к худо́жественной самоде́ятельности — ο ερασιτεχνικός καλλιτεχνικός όμιλος
-
11 кружок
кружокм1. ὁ κύκλος, ὁ γῦρος, ἡ στεφάνη·2. (литературный и т. п.) ὁ ὀμιλος, ὁ κύκλος. -
12 стрелковый
стрелков||ыйприл воен. τοῦ πεζικοῦ:\стрелковый полк τό σύνταγμα πεζικού· \стрелковый кружок ὁ σκοπευτικός ὀμιλος· \стрелковыйые соревнования οἱ σκοπευτικοί ἀγώνες. -
13 хоровои
хоров||оиприл τής χορωδίας:\хоровои кружок ὁ χορωδιακός ὀμιλος· \хоровоиая песня τό χορικό, τραγούδι γιά χορωδία -
14 художественный
художественн||ыйприл в разн. знач. κοιλλιτεχνικός:\художественныйое произведение τό καλ-λιτεχνικό ἔργο, τό ἐργο τέχνης· \художественныйая ли-терату́ра ἡ λογοτεχνία· \художественныйое исполнение ἡ καλλιτεχνική ἐκτέλεση· \художественныйая самодеятельность ὁ καλλιτεχνικός ὅμιλος ἐρασιτεχνών \художественныйая гимнастика ἡ καλλιτεχνική γυμναστική· Художественный театр τό Θέατρο τέχνης· \художественныйое училище ἡ σχόλή καλῶν τεχνών. -
15 кружок
[κρουζόκ] ουσ. α κύκλος, όμιλος -
16 кружок
[κρουζόκ] ουσ α κύκλος, όμιλος -
17 группа
-ы θ.ομάδα, γκρουπ• παρέα. || άθροισμα, σύναγμα. || συγκρότημα•артиллврййс-кая группа συγκρότημα πυροβολικού.
|| όμιλος. -
18 драматический
επ.δραματικός•драматический театр δραματικό θέατρο•
драматический кружок δραματικός όμιλος.
-
19 драмкружок
-жка α. δραματικός όμιλος. -
20 литературный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноφιλολογικός, λογοτεχνικός•-ое произведение!.λογοτεχνικό έργο•
-ое наследство λογοτεχνική κληρονομιά•
литературный кружок φιλολογικός όμιλος•
литературный талант φιλολογικό ταλέντο•
литературный труд λογοτεχνική εργασία•
-ая деятельность λογοτειχνική δραστηριότητα•
-ая собственность λογοτεχνική ιδιοκτησία•
-ое имя φιλολογικό όνομα•
литературный герой ήρωας λογοτεχνικού έργου•
-язык φιλολογική γλώσσα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek
όμιλος — ο 1. ομάδα ανθρώπων, παρέα, συντροφιά. 2. σωματείο, εταιρεία, σύλλογος: Εκπαιδευτικός, ορειβατικός όμιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὅμιλος — ὅμῑλος , ὅμιλος any assembled crowd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εκπαιδευτικός Όμιλος — Σωματείο που ίδρυσαν το 1910 στην Αθήνα λογοτέχνες, εκπαιδευτικοί και πολιτευόμενοι, με σκοπό να βοηθήσουν «να αναμορφωθεί με τον καιρό η ελληνική εκπαίδευση». Κατά την άποψή τους, η εκπαίδευση θα βελτιωνόταν αν εφαρμοζόταν η διδασκαλία της… … Dictionary of Greek
Ροταριανός Όμιλος — (Rotary Club). Διεθνής ιδιωτική οργάνωση, που ιδρύθηκε στο Σικάγο το 1905 από τον δικηγόρο Π. Χάρις. Αποτελεί ένωση των κατά τόπους επιχειρηματικών, βιομηχανικών, επιστημονικών και καλλιτεχνικών κύκλων και επιδιώκει την πραγματοποίηση της… … Dictionary of Greek
Cyprus Amateur Radio Society — Όμιλος Ραδιοερασιτεχνών Κύπρου Cyprus Amateur Radio Society Abbreviation CARS Type Non profit organization Purpose/focus Advocacy, Education … Wikipedia
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Panathinaikos FC — Infobox Football club clubname = Panathinaikos F.C. current = Panathinaikos F.C. season 2008 09 fullname = P.A.E. Panathinaikos nickname = Prasinoi (The Greens) Trifylli (Trefoil) founded = 1908(as P.O.A. [cite web |url=http://www.pao.gr/category … Wikipedia
Panathinaikos — Panathinaïkos Panathinaïkós Générali … Wikipédia en Français
Panathinaïkos (football) — Infobox club sportif Panathinaïkós … Wikipédia en Français
θεόμιλος — θεόμιλος, ον (Μ) αυτός που συνομιλεί με τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όμιλος (< όμιλος), πρβλ. δυσ όμιλος, εξ όμιλος] … Dictionary of Greek